Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθεκτικός -ή -ό [anθektikós] Ε1 : που έχει αντοχή, που αντέχει. 1. (για πρόσ.) που δεν καταβάλλεται εύκολα: Είναι ~ στις κακουχίες / στις ταλαιπωρίες. Ο οργανισμός του είναι φοβερά ~. || Είναι ~ στις πιέσεις, δεν υποκύπτει (εύκολα). 2. (για πργ.) που δε φθείρεται, δεν καταστρέφεται εύκολα· στέρεος: Tο πλαστικό είναι πολύ ανθεκτικό υλικό. Tο ύφασμα αποδείχτηκε αρκετά ανθεκτικό.
ανθεκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνθεκτικός `που συνδέεται με΄ κατά τη σημ. της λ. αντέχω]



