Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθίζω
1 εγγραφή
ανθίζω [anθízo] Ρ2.1α μππ. ανθισμένος & ανθώ [anθó] Ρ10.9α : 1.(για το έδαφος ή τα φυτά) βγάζω άνθη, ανθοφορώ, γεμίζω λουλούδια: Tην άνοιξη ανθίζουν όλα τα φυτά. Tα κλαδιά των δέντρων είναι ανθισμένα. Άνθισε ο τόπος. 2. (μτφ., κυρ. στον τύπο ανθώ) βρίσκομαι σε ανάπτυξη, ακμάζω: Aνθούν τα γράμματα / οι τέχνες / οι επιστήμες. Tα οικονομικά του άνθισαν ξαφνικά.

[λόγ. επίδρ. στο αθίζω < μσν. αθίζω < αρχ. ἀνθίζω `στρώνω με λουλούδια΄ (αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ), κατά τη σημ. του ανθώ· λόγ. επίδρ. στο αθώ < αρχ. ἀνθῶ (αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες