Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανηφοροκατήφορος
1 εγγραφή
ανηφοροκατήφορος ο [aniforokatíforos] Ο20 : 1.δρόμος που έχει διαδοχικά ανηφορικά και κατηφορικά τμήματα. 2. (μτφ.) διαδοχική εναλλαγή ευτυχίας και δυστυχίας, καλού και κακού στην ανθρώπινη ζωή.

[ανήφορ(ος) -ο- + κατήφορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες