Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανησυχώ
1 εγγραφή
ανησυχώ [anisixó] Ρ10.9α : 1.είμαι ανήσυχος, αναστατωμένος, αγωνιώ, φοβάμαι: Οι επιστήμονες ανησυχούν για τις διαστάσεις της οικολογικής καταστροφής. Οι μεσολαβητές του ΟHΕ ανησυχούν για το μέλλον των ειρηνευτικών συνομιλιών. ~, γιατί τα παιδιά δε γύρισαν ακόμη από τη θάλασσα. 2. κάνω κπ. να ανησυχήσει. α. αναστατώνω, ταράζω, φοβίζω: H συμπεριφορά του με ανησύχησε πολύ. β. ενοχλώ: Mη με ανησυχείς την ώρα που μελετάω.

[λόγ.: 1: ανήσυχ(ος) -ώ μτφρδ. γαλλ. inquiéter, s΄inquiéter· 2: & σημδ. γαλλ. troubler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες