Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανηθικότητα η [aniθikótita] Ο28 : 1α.η ιδιότητα του ανήθικου. ANT ηθικότητα: H ανηθικότητά του τον οδήγησε σε ανεπίτρεπτες πράξεις. β. η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικής: H ~ της σημερινής βιομηχανικής κοινωνίας. 2. η ανήθικη πράξη, ο ανήθικος λόγος: Mου διηγήθηκε ένα σωρό ανηθικότητες.
[λόγ. ανήθικ(ος) -ότης > -ότητα]