Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανευρίσκω [anevrísko] -ομαι Ρ παθ. αόρ. γ' πρόσ. ανευρέθη, ανευρέθησαν, απαρέμφ. ανευρεθεί : (λόγ.) βρίσκω κτ. χαμένο ή άγνωστο (ύστερα από αναζήτηση), ανακαλύπτω: Tο κλεμμένο αυτοκίνητο ανευρέθη σε παρακαμπτήριο της εθνικής οδού.
[λόγ. < αρχ. ἀνευρίσκω]