Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεργία
1 εγγραφή
ανεργία η [anerjía] Ο25α : η ακούσια αποχή από την εργασία, η έλλειψη απασχόλησης, θέσεων εργασίας: Εποχιακή / περιστασιακή / προσωρινή ~. H κυβέρνηση πήρε μέτρα για την καταπολέμηση της ανεργίας. Mερική ~, που εμφανίζεται σε μερικά μόνο επαγγέλματα. Γενική ~, για όλα ή τα περισσότερα επαγγέλματα. Tαμείο / επίδομα ανεργίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεργία `έλλειψη δραστηριότητας΄ σημδ. γερμ. Arbeitslosigkeit]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες