Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεπιεικής -ής -ές [anepiikís] Ε10 : που δεν είναι επιεικής· αυστηρός, σκληρός στην κρίση του.
ανεπιεικώς ΕΠIΡΡ χωρίς επιείκεια: Kρίνει ~. [λόγ. < αρχ. ἀνεπιεικής, ελνστ. ἀνεπιεικῶς]