Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεπίτρεπτος -η -ο [anepítreptos] Ε5 : που δεν επιτρέπεται ή που δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί ή να γίνει αποδεκτός· απαράδεκτος. ANT επιτρεπτός: H συμπεριφορά του ήταν ανεπίτρεπτη. H επιβολή απόψεων με τη βία είναι ανεπίτρεπτη.
ανεπίτρεπτα ΕΠIΡΡ: Tο μορφωτικό τους επίπεδο είναι ~ χαμηλό. [λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. ἀνεπιτρέπτ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]