Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεξερεύνητος -η -ο [anekserévnitos] Ε5 : α.που δεν τον εξερεύνησαν: Yπάρχουν ακόμα περιοχές του πλανήτη μας που παραμένουν ανεξερεύνητες. β. που δεν μπορεί κανείς να τον γνωρίσει με έρευνα· ανεξιχνίαστος: Δεν είναι, όπως παλιότερα νόμιζαν, ανεξερεύνητο το μυστήριο της ζωής.
[λόγ.: β: αρχ. ἀνεξερεύνητος· α: σημδ. αγγλ. unexplored]