Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεξερεύνητος
1 εγγραφή
ανεξερεύνητος -η -ο [anekserévnitos] Ε5 : α.που δεν τον εξερεύνησαν: Yπάρχουν ακόμα περιοχές του πλανήτη μας που παραμένουν ανεξερεύνητες. β. που δεν μπορεί κανείς να τον γνωρίσει με έρευνα· ανεξιχνίαστος: Δεν είναι, όπως παλιότερα νόμιζαν, ανεξερεύνητο το μυστήριο της ζωής.

[λόγ.: β: αρχ. ἀνεξερεύνητος· α: σημδ. αγγλ. unexplored]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες