Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεξίκακος
1 εγγραφή
ανεξίκακος -η -ο [aneksíkakos] Ε5 : που δεν κρατά μίσος, κακία· αμνησίκακος. ANT μνησίκακος: Όσο πράος κι ~ κι αν είναι, τέτοιο μεγάλο κακό που του ΄καναν πώς να το συγχωρέσει.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεξίκακος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες