Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεξέταστος -η -ο [aneksétastos] Ε5 : που δεν τον εξέτασαν: Mένουν ακόμη ανεξέταστοι πολλοί μάρτυρες.
ανεξέταστα ΕΠIΡΡ χωρίς έλεγχο· ανεξέλεγκτα: Δεν κάνεις καλά να πιστεύεις ~ ό,τι σου λέει. [λόγ. < αρχ. ἀνεξέταστος]