Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεξέταστος
1 εγγραφή
ανεξέταστος -η -ο [aneksétastos] Ε5 : που δεν τον εξέτασαν: Mένουν ακόμη ανεξέταστοι πολλοί μάρτυρες. ανεξέταστα ΕΠIΡΡ χωρίς έλεγχο· ανεξέλεγκτα: Δεν κάνεις καλά να πιστεύεις ~ ό,τι σου λέει.

[λόγ. < αρχ. ἀνεξέταστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες