Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανενεργός -ός / -ή -ό [anenerγós] Ε16 : που δεν επιφέρει αποτέλεσμα: Aνενεργό φάρμακο. || (οικον.) ζήτηση ~. ANT ενεργός.
[λόγ. < ελνστ. ἀνενεργ(ής) μεταπλ. -ός για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επίθ. -ός]