Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανενδοίαστος -η -ο [anenδíastos] Ε5 : που είναι χωρίς κανέναν ενδοιασμό ή αμφιβολία ή δισταγμό· (πρβ. αδίσταχτος): Aνενδοίαστη γνώμη.
ανενδοίαστα ΕΠIΡΡ αδίστακτα. [λόγ. < ελνστ. ἀνενδοίαστος]