Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμότρατα η [anemótrata] Ο27α : μικρό ιστιοφόρο πλοίο για ψάρεμα με τράτα σε ανοιχτή θάλασσα· τράτα 12: Σήμερα οι ανεμότρατες έχουν πια αντικατασταθεί ολοκληρωτικά από τις μηχανότρατες. || το δίχτυ της ανεμότρατας.
[ανεμο-1 + τράτα
]1