Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμόβροχο
1 εγγραφή
ανεμόβροχο το [anemóvroxo] Ο41 & ανεμοβρόχι το [anemovrói] Ο44 : σφοδρός άνεμος με βροχή· (πρβ. θύελλα, καταιγίδα).

[ανεμο-1 + βροχ(ή) -ο· μσν. ανεμοβρόχιν < ανεμο-1 + βροχ(ή) -ιν > ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες