Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμπόδιστος -η -ο [anembóδistos] Ε5 : που δεν εμποδίζεται, δε συναντά εμπόδια· ανενόχλητος: Οι εχθροί πέρασαν ανεμπόδιστοι τα στενά.
ανεμπόδιστα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἀνεμπόδιστος]