Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμοφράκτης
1 εγγραφή
ανεμοφράκτης ο [anemofráktis] Ο10 : α.φράκτης που προφυλάσσει από τον άνεμο. β. (ειδικότ.) πόρτα με τέσσερα ή πέντε φύλλα κυκλικώς προσαρμοσμένα σε περιστρεφόμενο άξονα.

[λόγ. ανεμο-1 + φράκτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες