Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμοφράκτης ο [anemofráktis] Ο10 : α.φράκτης που προφυλάσσει από τον άνεμο. β. (ειδικότ.) πόρτα με τέσσερα ή πέντε φύλλα κυκλικώς προσαρμοσμένα σε περιστρεφόμενο άξονα.
[λόγ. ανεμο-1 + φράκτης]