Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμομάζωμα το [anemomázoma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : για ό,τι αποκτήθηκε άκοπα και τυχαία· στη ΦΡ ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα / ανεμοσκορπίσματα, όσα αποκτά κανείς άκοπα και τυχαία τα χάνει εύκολα και σύντομα.
[ανεμο-1 + μάζωμα]