Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμοδόχος
1 εγγραφή
ανεμοδόχος ο [anemoδóxos] Ο18 : κυλινδρική κατασκευή, με κυρτό το επάνω μέρος της και με πλατύ στόμιο, η οποία χρησιμεύει για τον αερισμό κλειστού χώρου (σε πλοία, ορυχεία, κτλ.)· αεραγωγός.

[λόγ. ανεμο-1 + -δόχος κατά το καπνοδόχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες