Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμιστήρας
1 εγγραφή
ανεμιστήρας ο [anemistíras] Ο2 : α.συσκευή που ανακινεί, αναταράζει και δροσίζει τον αέρα κλειστού χώρου: Επιτραπέζιος / φορητός ~. β. συσκευή ή μηχάνημα που παράγει ρεύμα αέρα λίγο ή πολύ ισχυρό: Ο ~ χρησιμεύει για την ψύξη και τον αερισμό της μηχανής του αυτοκινήτου. ανεμιστηράκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. α.

[λόγ. ανεμισ- (ανεμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. ventilateur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες