Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμιστήρας ο [anemistíras] Ο2 : α.συσκευή που ανακινεί, αναταράζει και δροσίζει τον αέρα κλειστού χώρου: Επιτραπέζιος / φορητός ~. β. συσκευή ή μηχάνημα που παράγει ρεύμα αέρα λίγο ή πολύ ισχυρό: Ο ~ χρησιμεύει για την ψύξη και τον αερισμό της μηχανής του αυτοκινήτου.
ανεμιστηράκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. α. [λόγ. ανεμισ- (ανεμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. ventilateur]