Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανελκύω
1 εγγραφή
ανελκύω [anelkío] -ομαι Ρ9 παθ. αόρ. ανελκύστηκα, απαρέμφ. ανελκυστεί, μππ. ανελκυσμένος : τραβώ, σύρω προς τα πάνω και έξω: ~ ένα πλοίο στην ξηρά / ένα ναυάγιο από το βυθό.

[λόγ. < αρχ. ἀνελκύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες