Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανελευθέρωτος
1 εγγραφή
ανελευθέρωτος -η -ο [anelefθérotos] Ε5 : που δεν ελευθερώθηκε ακόμη ή που δεν μπορεί να ελευθερωθεί· αλευθέρωτος: Aνελευθέρωτοι σκλάβοι.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ελευθερω- (δες ελευθερώνω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες