Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανελαστικός
1 εγγραφή
ανελαστικός -ή -ό [anelastikós] Ε1 : 1.που δεν είναι ελαστικός· δύσκαμπτος. 2. (μτφ.) που έχει χαρακτήρα αυστηρό, σκληρό: Aνελαστικά μέτρα. 3. (οικον., για οικονομικά μεγέθη) που η μεταβολή του δε συναρτάται με άλλους παράγοντες: Οι ανελαστικές δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού. Aνελαστική ζήτηση.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ελαστικός μτφρδ. αγγλ. inelastic < in- = αν- (δες α- 1) + elastic = ελαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες