Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεκτικότητα η [anektikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανεκτικού· (πρβ. ανοχή, υπομονή, επιείκεια): Εκμεταλλεύεται την ανεκτικότητά μας, για να ικανοποιεί τις ιδιοτροπίες του.
[λόγ. ανεκτικ(ός) -ότης > -ότητα]