Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεκτίμητος -η -ο [anektímitos] Ε5 : 1.που είναι τόσο μεγάλος, σημαντικός κτλ., ώστε είναι δύσκολο ή αδύνατο να υπολογίσει κάποιος την υλική ή ηθική του αξία· πολύτιμος: Aνεκτίμητη αξία, ανυπολόγιστη: ~ θησαυρός. Σπάνια και ανεκτίμητα έργα τέχνης. ~ φίλος. Aνεκτίμητη αγάπη / φιλία. 2. που δεν έχουν υπολογίσει την τιμή του. ANT εκτιμημένος: Aνεκτίμητη περιουσία / κληρονομιά.
[λόγ. αν- (δες α- 1) εκτιμη- (εκτιμώ) -τος μτφρδ. γαλλ. inestimable, inappréciable]