Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανειλημμένος
1 εγγραφή
ανειλημμένος -η -ο [aniliménos] Ε3 : που τον έχει αναλάβει κάποιος: Aνειλημμένα καθήκοντα. (έκφρ.) ανειλημμένες υποχρεώσεις, δεσμεύσεις που απορρέουν από κοινωνικές, επαγγελματικές κτλ. σχέσεις ή που έχουν το χαρακτήρα ηθικής επιταγής, ηθικού χρέους.

[λόγ. < ελνστ. ἀνειλημμένος μππ. του αρχ. ἀναλαμβάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες