Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανειλημμένος -η -ο [aniliménos] Ε3 : που τον έχει αναλάβει κάποιος: Aνειλημμένα καθήκοντα. (έκφρ.) ανειλημμένες υποχρεώσεις, δεσμεύσεις που απορρέουν από κοινωνικές, επαγγελματικές κτλ. σχέσεις ή που έχουν το χαρακτήρα ηθικής επιταγής, ηθικού χρέους.
[λόγ. < ελνστ. ἀνειλημμένος μππ. του αρχ. ἀναλαμβάνω]