Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανδρείκελο το [anδríkelo] Ο42 : α.(λόγ.) ομοίωμα ανθρώπου· μαριονέτα: Θέατρο ανδρεικέλων, κουκλοθέατρο. β. (μτφ., μειωτ.) για άνθρωπο χωρίς βούληση που ενεργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις άλλου: Ο ξένος κατακτητής έσπευσε να εγκαταστήσει κυβέρνηση ανδρεικέλων.
[λόγ.: α: αρχ. ἀνδρείκελον· β: σημδ. γαλλ. marionette]