Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναχώρηση η [anaxórisi] Ο33 : η ενέργεια του αναχωρώ, το ξεκίνημα από έναν τόπο για άλλον: H ~ πλοίου, απόπλους. ~ αεροπλάνου, απογείωση. Ώρα αναχωρήσεως. Ο πίνακας αφίξεων και αναχωρήσεων. H θλίψη μας γινόταν αβάσταχτη καθώς πλησίαζε η στιγμή της αναχώρησης.
[λόγ. < αρχ. ἀναχώρη(σις) `υποχώρηση, επιστροφή΄ -ση, κατά τη σημ. της λ. αναχωρώ & σημδ. γαλλ. départ]