Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναχαίτιση
1 εγγραφή
αναχαίτιση η [anaxétisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναχαιτίζω. 1. απόκρουση: H ~ του εχθρού / της επίθεσης / της προέλασης. ~ των πολεμικών αεροπλάνων που παραβιάζουν τον εθνικό εναέριο χώρο. 2. (μτφ.) η συγκράτηση της ανοδικής πορείας: ~ του πληθωρισμού.

[λόγ. < ελνστ. ἀναχαίτι(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες