Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφιλητό
1 εγγραφή
αναφιλητό το [anafilitó] Ο38 : απότομη και θορυβώδης εισπνοή και εκπνοή που οφείλεται σε συσπάσεις του διαφράγματος και δημιουργείται συνήθ. κατά το κλάμα· (πρβ. λυγμός): Aκούστηκε ένα ~. || (πληθ.): Ξεσπώ σε αναφιλητά. Tο στήθος / οι ώμοι της τραντάζονταν από τα αναφιλητά. Έκλαιγε με αναφιλητά, έτσι που θα τον λυπόταν κι ο χειρότερος εχθρός του.

[ίσως αρχ. ρ. ἀναφλ(ύω) `κοχλάζω (για υγρό που βράζει)΄ -ητό με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες