Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανατόμος ο [anatómos] Ο18 : 1.(σπάν.) επιστήμονας που ασχολείται με την ανατομική. 2. (μτφ.) αυτός που κάνει προσεκτική ή λεπτομερή εξέταση ενός αντικειμένου: Ο συγγραφέας του έργου είναι βαθύς ~ της σύγχρονης κοινωνίας / της ανθρώπινης ψυχής.
[λόγ. ανατομ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.) απόδ. γαλλ. anatomiste (< anatomie = ανατομία)]