Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανατρεπτικός -ή -ό [anatreptikós] Ε1 : που ανατρέπει, που κάνει κτ. να μην υπάρχει ή να μην ισχύει. α. που επιδιώκει την ανατροπή ενός κοινωνικού ή πολιτικού καθεστώτος: Aνατρεπτικές ιδέες / θεωρίες. Aνατρεπτική προπαγάνδα / δραστηριότητα. β. (νομ.) που ακυρώνει μία απόφαση: Aνατρεπτική ένσταση / προθεσμία.
ανατρεπτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀνατρεπτικός `που αναποδογυρίζει κτ.΄ σημδ. γαλλ. subversif (στη σημ. α)]