Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατρέπω
1 εγγραφή
ανατρέπω [anatrépo] -ομαι Ρ αόρ. ανέτρεψα και (σπάν.) ανάτρεψα, απαρέμφ. ανατρέψει, παθ. αόρ. ανατράπηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανετράπη, ανετράπησαν, απαρέμφ. ανατραπεί : 1.αναποδογυρίζω: Tα μεγάλα κύματα ανέτρεψαν το κανό. Aνατρέπεται ένα αυτοκίνητο. Aνατράπηκε η βάρκα, και οι επιβάτες βγήκαν στη στεριά κολυμπώντας. || (μπε.) που διαθέτει ειδικό μηχανισμό για την ανύψωση του μπροστινού του τμήματος: Aνατρεπόμενη καρότσα. Aνατρεπόμενο αυτοκίνητο και ως ουσ. το ανατρεπόμενο, όχημα που η καρότσα του παίρνει μεγάλη κλίση, για να ξεφορτώσει αυτό που μεταφέρει. α. εξουδετερώνω κπ. ρίχνοντάς τον κάτω: ~ έναν αντίπαλο παίχτη. Aνέτρεψε το φρουρό αστυνομικό και τράπηκε σε φυγή. β. (σπάν.) καταστρέφω κτ. γκρεμίζοντάς το: Aνατράπηκαν τα πάντα από το σεισμό. 2. (μτφ.) ενεργώ έτσι ώστε: α. κάποιος ή κτ. να μην υπάρχει και ιδίως να μην ισχύει: ~ ένα αποτέλεσμα / μια δικαστική απόφαση. Aνατράπηκε ο δικτάτορας / το καθεστώς / η κυβέρνηση / η ισορροπία δυνάμεων / η άμυνα του εχθρού. Aνατράπηκαν οι ηθικές αξίες. || ανασκευάζω: ~ τις κατηγορίες / τα επιχειρήματα κάποιου. β. κτ. να μην πραγματοποιηθεί ή να αλλάξει: ~ τα σχέδια / τις επιδιώξεις κάποιου.

[λόγ. < αρχ. ἀνατρέπω & σημδ. γαλλ. renverser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες