Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασύνθεση
1 εγγραφή
ανασύνθεση η [anasínθesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασυνθέτω· ανασυγκρότηση, αναδιοργάνωση: H ~ της στρατιωτικής ηγεσίας. ~ της κυβερνήσεως, ανασχηματισμός. (φυσ.) H ~ του λευκού φωτός.

[λόγ. ανασυνθέ(τω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. recomposition]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες