Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανασφαλής -ής -ές [anasfalís] Ε10 : που βρίσκεται σε ανασφάλεια ή που χαρακτηρίζεται από αυτήν. ANT ασφαλής: Είναι / νιώθει κάποιος ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀνασφαλής `αβέβαιος΄ σημδ. αγγλ. insecure]