Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστυλώνω
1 εγγραφή
αναστυλώνω [anastilóno] -ομαι Ρ1 : (λογοτ.) 1. σηκώνω κτ. όρθιο: Aναστύλωσε το κορμί του. 2. (μτφ.) αναζωογονώ: Aναστυλώθηκε το κουράγιο των ναυαγών, όταν είδαν το ξένο καράβι.

[μσν. αναστυλ(ώ) -ώνω < ανα- στύλ(ος) -ώ > -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες