Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστροφέας
1 εγγραφή
αναστροφέας ο [anastroféas] Ο21 : (τεχνολ.) εργαλείο ή μηχανισμός με τον οποίο αναστρέφεται, αλλάζει δηλαδή η φορά της κίνησης ενός κινητή ρα.

[λόγ. αναστροφ(ή) -εύς > -έας μτφρδ. γαλλ. inverseur ή αγγλ. inverter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες