Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναστροφέας ο [anastroféas] Ο21 : (τεχνολ.) εργαλείο ή μηχανισμός με τον οποίο αναστρέφεται, αλλάζει δηλαδή η φορά της κίνησης ενός κινητή ρα.
[λόγ. αναστροφ(ή) -εύς > -έας μτφρδ. γαλλ. inverseur ή αγγλ. inverter]