Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστρέψιμος
1 εγγραφή
αναστρέψιμος -η -ο [anastrépsimos] Ε5 : που μπορεί να πάρει αντίθετη φορά ή κατεύθυνση: Aναστρέψιμη κίνηση / πορεία. || που μπορεί να βελτιωθεί και ίσως να αποκατασταθεί πλήρως: H κατάσταση της υγείας του ασθενούς / η οικονομική κατάσταση είναι άσχημη, αλλά αναστρέψιμη.

[λόγ. αναστρεπ- (αναστρέφω) -σιμος μτφρδ. γαλλ. réversible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες