Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστολέας
1 εγγραφή
αναστολέας ο [anastoléas] Ο21 : ό,τι αναστέλλει μία ενέργεια, λειτουργία κτλ. || (τεχνολ.): ~ της κίνησης. Ο ~ του διαφορικού. || (χημ.): ~ της αντίδρασης. || (βιοχημ.): ~ ενζύμων.

[λόγ. αναστολ(ή) -εύς > -έας μτφρδ. γαλλ. arrêt & αγγλ. stopper]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες