Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστηλώνω
1 εγγραφή
αναστηλώνω [anastilóno] -ομαι Ρ1 : 1.επισκευάζω τις ζημίες ενός κατεστραμμένου κτιρίου, συνήθ. ιστορικού μνημείου, και του ξαναδίνω την αρχική του μορφή χρησιμοποιώντας τα παλιά αρχιτεκτονικά μέλη: Aναστηλώθηκαν τα Προπύλαια / ο Παρθενώνας. 2. (ιστ., για τις εικόνες) κάνω αναστήλωση2: H αυτοκράτειρα Θεοδώρα αναστήλωσε οριστικά τις εικόνες στα 843 μ.X.

[λόγ. < ελνστ. ἀναστηλ(ῶ) `βάζω πάνω σε κολόνα΄ -ώνω κατά τη σημ. της λ. αναστήλωση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες