Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστενάρια
1 εγγραφή
αναστενάρια τα [anastenárja] Ο44 : 1.λαϊκό θρησκευτικό έθιμο με βασική εκδήλωση τις πυροβασίες: ~ είναι συνδεδεμένα με τη γιορτή των Aγίων Kωνσταντίνου και Ελένης. 2. οι αναστενάρηδες.

[αναστεν(άρης) -άρια, πληθ. του -άρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες