Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασκολοπισμός
1 εγγραφή
ανασκολοπισμός ο [anaskolopizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασκολοπίζω: Οι κατάδικοι θανατώθηκαν με ανασκολοπισμό.

[λόγ. < ελνστ. ἀνασκολοπισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες