Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρχοσυνδικαλιστής
1 εγγραφή
αναρχοσυνδικαλιστής ο [anarxosinδikalistís] Ο7 : συνδικαλιστής οπαδός του αναρχοσυνδικαλισμού.

[λόγ. < γαλλ. anarcho-syndicaliste (anarcho- < anarchisme = αναρχισμός, -iste = -ιστής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες