Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρτώ
1 εγγραφή
αναρτώ [anartó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) κρεμώ κτ. από κάπου: Zωγραφικοί πίνακες αναρτημένοι στους τοίχους.

[λόγ. < αρχ. ἀναρτῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες