Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρτήρας
1 εγγραφή
αναρτήρας ο [anartíras] Ο2 : (λόγ.) αντικείμενο ή εξάρτημα από το οποίο μπορούμε να κρεμάσουμε κτ. || (βοτ.): Ο ~ του σπέρματος. || (ανατ.): Ο ~ του οσχέου.

[λόγ. αναρ(τώ) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. suspenseur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες