Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναρτήρας ο [anartíras] Ο2 : (λόγ.) αντικείμενο ή εξάρτημα από το οποίο μπορούμε να κρεμάσουμε κτ. || (βοτ.): Ο ~ του σπέρματος. || (ανατ.): Ο ~ του οσχέου.
[λόγ. αναρ(τώ) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. suspenseur]