Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναρριπίζω [anaripízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ., για συναίσθημα ή συναισθηματική κατάσταση) αναζωογονώ: Ένας νέος άνεμος κοινωνικής αλλαγής αναρριπίζει τις ελπίδες μας. || αναμοχλεύω: ~ τα μίση / τις παλιές αντιθέσεις. Οι εφημερίδες αναρριπίζουν τα πολιτικά πάθη.
[λόγ. < αρχ. ἀναρ ριπίζω]