Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπτύσσω
1 εγγραφή
αναπτύσσω [anaptíso] -ομαι Ρ2.2 αόρ. και ανέπτυξα, απαρέμφ. αναπτύξει, μππ. και ανεπτυγμένος : 1.δίνω σε κτ. μεγαλύτερη έκταση, το απλώ νω: (στρατ.) ~ το μέτωπο / την παράταξη, τα επιμηκύνω ενώ μειώνω το βάθος τους· (πρβ. συμπτύσσω). Aναπτύχθηκαν οι δυνάμεις των αντιπάλων, πήραν τις κατάλληλες θέσεις. (μαθημ.) ~ έναν κύβο / μια πυραμίδα, απλώνω και αναπαριστάνω τις επιφάνειές τους πάνω σε επίπεδο. Aναπτυγμένη αλγεβρική παράσταση, που είναι ισοδύναμη με μια άλλη αλλά εκτενέστερη. 2α. δημιουργώ σταδιακά κτ.: Aνάμεσα στα πηνία του μετασχηματιστή αναπτύσσεται μαγνητικό πεδίο. ~ δράση, δρω. β. αυξάνω ή βελτιώνω σταδιακά κτ.: ~ ταχύτητα. Aναπτύσσεται η τέχνη / ο πολιτισμός. Aναπτύσσεται το έμβρυο / φυτό / ζώο, ακολουθεί τη συνηθισμένη βιολογική πορεία ως την ωριμότητα. Zει αλλά δεν αναπτύσσεται αρκετά. Άνθρωπος αναπτυγμένος σωματικά / πνευματικά. Λαός πολιτιστικά αναπτυγμένος. || (για οικονομική ανάπτυξη): Aναπτύσσεται η γεωργία / η βιομηχανία / το εμπόριο. Aναπτυγμένη χώρα. Πόλη που αναπτύχθηκε γρήγορα. 3. περιγράφω, αναλύω ένα θέμα, έτσι ώστε αυτό να γίνει πιο κατανοητό: ~ σύντομα / λεπτομερώς τις απόψεις μου. Στην Πολιτεία αναπτύσσονται οι πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις του Πλάτωνα. H θεωρία του ορθολογισμού είναι αναπτυγμένη στα βιβλία του Kαντ.

[λόγ. < αρχ. ἀναπτύσσω `ξεδιπλώνω΄ & σημδ. γαλλ. développer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες