Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναποφάσιστος
1 εγγραφή
αναποφάσιστος -η -ο [anapofásistos] Ε5 : (για πρόσ.) α. που δεν αποφάσισε ακόμα. ANT αποφασισμένος: Είναι / μένει ~ ανάμεσα σε δύο λύσεις. || (ως ουσ.) ο αναποφάσιστος, για ψηφοφόρο: Tο ποσοστό των αναποφάσιστων. β. που δεν αποφασίζει εύκολα. ANT αποφασιστικός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. αναποφάσιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αποφασισ- (αποφασίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. indécis, irrésolu]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες