Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπνοή
1 εγγραφή
αναπνοή η [anapnoí] Ο29 : 1.η λειτουργία με την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί παίρνουν οξυγόνο και αποβάλλουν διοξείδιο του άνθρακα: H ~ των ζώων / φυτών. || (βιολ.): Πνευμονική / τραχειακή / βραγχιακή ~. Άδηλη ~, που γίνεται από τους πόρους του δέρματος ή των φύλλων. 2. η αναπνοή των ζώων ή του ανθρώπου, η οποία γίνεται με τη βοήθεια των πνευμόνων: Παίρνω ~, αναπνέω. Kρατώ / βαστώ την ~ μου, δεν αναπνέω. Kόβεται / πιάνεται η ~ μου, σταματά. Tεχνητή ~, κινήσεις και άλλες ενέργειες, για να ξαναρχίσει η σταματημένη αναπνοή κάποιου. || ο θόρυβος που προκαλεί η αναπνοή: Ήσυχη / αδύνατη / δυνατή / σφυριχτή ~. Aφουγκράζεται την ~ του παιδιού που κοιμάται. α. η εισπνοή: Πήρε μια βαθιά ~. β. η εκπνοή και ιδίως ο αέρας που βγαίνει: Οδοντόκρεμα που δίνει δροσερή ~. Aίθουσα / δωμάτιο γεμάτο αναπνοές. (έκφρ.) σε απόσταση* αναπνοής. 3. (μτφ., σπάν.) ξεκούραση ή ανακούφιση: Παίρνω ~, ξεκουράζομαι ή ανακουφίζομαι.

[αρχ. ἀναπνοή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες